- ευρυ-
- (ΑΜ εὐρυ-)α' συνθετικό λέξεων το οποίο προσδίδει στο β' συνθετικό τις σημασίες: α) πλατύς, εκτεταμένος (πρβλ. εὐρυτενής, εὐρύτιμος)β) μεγάλος, πολύς (εὐρυγάστωρ, εὐρυδίνης, εὐρυμαθής)γ) βαθύς (εὐρυβέρεθρος)δ) ισχυρός (εὐρυσθενής).ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) (κατ' επιλογήν): ευρύνωτος, ευρύπυλος, ευρυμέτωπος, ευρύστερνος, ευρυστήθης, ευρύστομος, ευρύχωροςαρχ.ευρυάγυια, ευρύαλος, ευρυδίνης, ευρυκέλευθος, ευρυκόας, ευρυνεφής, ευρύοπα, ευρυρέεθρος, ευρυτενής, ευρύφλεβος, ευρυφυής, ευρυχαίτηςαρχ.-μσν.ευρυβόας, ευρύκολπος, ευρυμέδων, ευρυπέδίλος, ευρύπορος, ευρυφαρέτρηςμσν.ευρυβέρεθρος, ευρυλογώ, ευρυπώγων, ευρύφωνοςνεοελλ.ευρύγναθος, ευρυγόνατος, ευρυγράφος, ευρύθεος, ευρύκερκος, ευρυκόμη, ευρυμαθής, ευρυμελής.
Dictionary of Greek. 2013.